- τυρόπηγμα
- το, -ατοςπηχτό γάλα πριν να μετατραπεί σε χλωρό τυρί, στάλπη, στάρπη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τυρόπηγμα — το, Ν το πηγμένο γάλα πριν από την πλήρη μετατροπή του σε τυρί, αλλ. στάλπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός / τυρί + πήγμα (< πήγνυμι / πήζω)] … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
τυροβόλι — το / τυροβόλιον, ΝΜΑ [τυροβόλος] μικρό καλάθι από βρύα που χρησιμοποιούσαν για την αποστράγγιση τού τυροπήγματος νεοελλ. συνεκδ. τυρόπηγμα … Dictionary of Greek